-
1 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
2 роль
рол||ьж прям., перен ὁ ρόλος:руководящая \роль ὁ ἡγετικός ρόλος· главная \роль ὁ κύριος ρόλος· второстепенная \роль ὁ δευτερεύων ρόλος' быть на первых \рольях прям., перен παίζω τόν πρώτο ρόλο· быть на вторых \рольях прям., перен παίζω δεύτερους ρόλους· играть \рольпрям., перен παίζω (τό) ρόλο· входить в \роль μπαίνω στό ρόλο μου, συνηθίζω κάτι· знать свою \роль перен ξέρω τό ρόλο μου· выступать в роли кого-л. перен ἐμφανίζομαι στό ρόλο· ◊ это не играет никакой \рольи αὐτό δέν ἐχει καμμιά σημασία· это сыграло свою \роль в... αὐτό ἐπαιξε τό ρόλο του. -
3 роль
роль 1-и, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος•исполнить роль тайшета παίζω το ρόλο του Αμλέτου•
главная роль κύριος (βασικός) ρόλος•
второстепенная роль δευτερεύων ρόλος•
играть роль παίζω ρόλο•
трудная.роль δύσκολος ρόλος•
раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους•
роль личности в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•
он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.
εκφρ.в -и – στο ρόλο• σαν, εν είδη•играть роль – έχω σημασία•войти в роль – αφομοιώνω το ρόλο•выйти из -и – εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι•это не играет никакой -и – αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο (δεν επιδρά καθόλου).роль 2-и θ.βλ. рол (2 σημ.).